- βρασική
- (brassica). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι φυτά της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Διαθέτουν μεγάλα κίτρινα ή ασπριδερά άνθη, με τέσσερα πέταλα τοποθετημένα σταυρωτά. Τα φύλλα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία και ο καρπός είναι κυλινδρικό επίμηκες κέρας με σφαιρικά σπέρματα. Στο γένος αυτό υπάγονται λαχανικά, κτηνοτροφικά, καλλωπιστικά, φαρμακευτικά και ελαιοφόρα φυτά. Το κυριότερο από τα καλλιεργούμενα λαχανικά του γένους β. είναι η β. η λαχανώδης, με όλες τις ποικιλίες της, όπως το λάχανο, η κεφαλωτή και το κουνουπίδι. Στο ίδιο γένος υπάγονται επίσης η β. η νάπος με δύο ποικιλίες, την εδώδιμη και την ελαιοφόρα, η β. η ράπα, με αντίστοιχες ποικιλίες, και μερικά ποώδη είδη, αυτοφυή των αγρών. Από τα σπέρματα της νάπου της ελαιοφόρας παράγεται εδώδιμο λάδι. Από τα 60 είδη του γένους, τέσσερα ευδοκιμούν και στην Ελλάδα: η β. η κρητική, γνωστή ως αγριολάχανο, που απαντάται στις βραχώδεις ακτές ολόκληρης της Ελλάδας, η β. η τουρνεφόρτειος, γνωστή ως αλαψανίδα σε παραθαλάσσιες περιοχές της Αττικής και του Αιγαίου, η β. η θαμνοειδής και η β. η μελανή, γνωστή ως σινάπι. Το φυτό αυτό είναι αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα. Καλλιεργείται ως λαχανικό και από τα σπέρματά της παρασκευάζεται η μουστάρδα.
Dictionary of Greek. 2013.